- Ραμνουσιάς
- -άδος, ἡ, Αβλ. ῥαμνούσιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ούπις — Επίκληση θεών στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Οι Δωριείς χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα την επίκληση Ώπις. 1. Αναφέρεται στη θεά Άρτεμη. Με το επίθετο αυτό τη λάτρευαν στην Τροιζήνα, ψάλλοντας για να την τιμήσουν τις ούπιγγες (ύμνοι). Ούπιγγες στην… … Dictionary of Greek
ραμνούσιος — α, ο / ῥαμνούσιος, ία, ον, θηλ. και Ῥαμνουσίς, ίδος, και Ῥαμνουσιάς, άδος, Α [Ῥαμνοῡς, οῡντος] 1. αυτός που ανήκει στον δήμο Ραμνούντος ή κατάγεται από αυτόν 2. ως κύριο όν. ο κάτοικος τού Ραμνούντος 3. το θηλ. α) προσωνυμία τής Νεμέσεως («ἐν… … Dictionary of Greek